- εισβατος
- εἰσβατόςεἰσ-βᾰτόςстароатт. ἐσβατός 3доступный
(θάλασσα καὴ γῆ τῇ τόλμῃ τινός Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θάλασσα καὴ γῆ τῇ τόλμῃ τινός Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισβατός — εἰσβατός, όν (AM) (για χώρο) προσιτός, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να μπει … Dictionary of Greek
ἐσβατά — εἰσβατός accessible neut nom/voc/acc pl ἐσβατά̱ , εἰσβατός accessible fem nom/voc/acc dual ἐσβατά̱ , εἰσβατός accessible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσβατόν — εἰσβατός accessible masc acc sg εἰσβατός accessible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβατοῦ — εἰσβατός accessible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβατῶς — εἰσβατός accessible adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσβατή — εἰσβατός accessible fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσβατός — εἰσβατός accessible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)